ἡμετέρειος

ἡμετέρειος
ἡμετέρειος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημετέρειος — ἡμετέρειος, ον (Α) ημεδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, ταρτάρ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμετέρειον — ἡμετέρειος masc/fem acc sg ἡμετέρειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετερείων — ἡμετέρειος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”